ὀρθοκεφάλων — ὀρθοκέφαλος with head erect masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ορθοκάρηνος — ὀρθοκάρηνος, ον (Α) (δ. γρφ.) αυτός που έχει σηκωμένο το κεφάλι, ορθοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. μιλτο κάρηνος] … Dictionary of Greek
ορθοκεφαλία — η ανθρωπολ. η ιδιότητα τών ατόμων που έχουν μέσο βαθμό ύψους τής κεφαλής ή τού κρανίου, σε αντιδιαστολή προς τους οπισθοκεφάλους και τους υψικεφάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthocephaly < ορθοκέφαλος] … Dictionary of Greek